- νετρέτο
- και νετρέττο, το(πυρην.-φυσ.) παλαιότερος όρος που χρησιμοποιήθηκε για τον χαρακτηρισμό τού νετρίνου τών μιονίων.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. neutretto < neutron «νετρόνιο» + ιταλ. υποκορ. κατάλ. -etto].
Dictionary of Greek. 2013.